- προκατακόπτω
- Α1. κατακόβω, κατακομματιάζω εκ τών προτέρων2. μτφ. φονεύω, σκοτώνω εκ τών προτέρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κατακόπτω «κατακομματιάζω, πετσοκόβω, σφάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… … Dictionary of Greek